χρυσοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσοφόρος < αρχαία ελληνική χρυσοφόρος, μορφολογικά αναλύεται σε χρυσ(ός) + -ο- + -φόρος
Επίθετο επεξεργασία
χρυσοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φοράει χρυσά, είναι ζάπλουτος, είναι ισχυρός
- επιχείρηση ή δραστηριότητα που αποφέρει πολλά κέρδη
- που φέρει χρυσό ( για έδαφος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
χρυσοφόρος
- Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν