χρυσάφι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρυσάφι | τα | χρυσάφια |
γενική | του | χρυσαφιού | των | χρυσαφιών |
αιτιατική | το | χρυσάφι | τα | χρυσάφια |
κλητική | χρυσάφι | χρυσάφια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσάφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσάφι(ν) < ελληνιστική κοινή χρυσάφιον, υποκοριστικό του αρχαίου χρυσός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾiˈsa.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σά‐φι
- τονικά παρώνυμα: χρυσαφί, χρυσαφή
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσάφι ουδέτερο
- ο χρυσός
- (συνεκδοχικά) τα πλούτη
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη χρυσός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χρυσάφι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρυσάφι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)