χρονολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρονολόγηση | οι | χρονολογήσεις |
γενική | της | χρονολόγησης* | των | χρονολογήσεων |
αιτιατική | τη | χρονολόγηση | τις | χρονολογήσεις |
κλητική | χρονολόγηση | χρονολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρονολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾo.noˈlo.ʝi.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονολόγηση θηλυκό
- η ενέργεια του χρονολογώ, ο προσδιορισμός του χρόνου κατά τον οποίο κατασκευάστηκε ένα αντικείμενο ή συνέβη ένα γεγονός
- η χρονολόγηση των αρχαιολογικών ευρημάτων έγινε με τη μέθοδο του C14
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταχρονολόγηση
- προχρονολόγηση
- χρονολόγησις
- χρονολογώ
- → δείτε τη λέξη χρονολογία
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος