Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χρονογράφος οι χρονογράφοι
      γενική του/της χρονογράφου των χρονογράφων
    αιτιατική τον/τη χρονογράφο τους/τις χρονογράφους
     κλητική χρονογράφε χρονογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χρονογράφος < χρονο- + -γράφος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (λογοτεχνία στο Βυζάντιο) ο συγγραφέας μιας χρονογραφίας
  2. (λογοτεχνία, επάγγελμα) ο συγγραφέας ενός χρονογραφήματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρονογράφος οι χρονογράφοι
      γενική του χρονογράφου των χρονογράφων
    αιτιατική τον χρονογράφο τους χρονογράφους
     κλητική χρονογράφε χρονογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χρονογράφος < χρονο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρονογράφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία