χρονογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- χρονογράφος < χρονο- + -γράφος [1]
- για χρονογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρονογράφος
- για χρονογράφημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρονογράφος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chroniqueur
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (λογοτεχνία στο Βυζάντιο) ο συγγραφέας μιας χρονογραφίας
- (λογοτεχνία, επάγγελμα) ο συγγραφέας ενός χρονογραφήματος
Συγγενικά επεξεργασία
- χρονογραφή
- χρονογράφημα
- χρονογραφία
- χρονογραφικός
- χρονογραφώ
- → και δείτε τη λέξη χρόνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
στη λογοτεχνία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- χρονογράφος < χρονο- + -γράφος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονογράφος αρσενικό
- (συσκευή, στην ωρολογοποιία) το ρολόι που παρέχει και λειτουργία χρονομέτρησης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χρόνος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσκευή
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χρονογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- χρονογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρονογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- χρονογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρονογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.