Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χριστιανικός η χριστιανική το χριστιανικό
      γενική του χριστιανικού της χριστιανικής του χριστιανικού
    αιτιατική τον χριστιανικό τη χριστιανική το χριστιανικό
     κλητική χριστιανικέ χριστιανική χριστιανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χριστιανικοί οι χριστιανικές τα χριστιανικά
      γενική των χριστιανικών των χριστιανικών των χριστιανικών
    αιτιατική τους χριστιανικούς τις χριστιανικές τα χριστιανικά
     κλητική χριστιανικοί χριστιανικές χριστιανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χριστιανικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή χριστιανικός.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε Χριστιαν(ός) + -ικός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾi.stça.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρι‐στια‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

χριστιανικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει ή είναι σύμφωνος με τη διδασκαλία του χριστιανισμού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χριστιανικός χριστιανική τὸ χριστιανικόν
      γενική τοῦ χριστιανικοῦ τῆς χριστιανικῆς τοῦ χριστιανικοῦ
      δοτική τῷ χριστιανικ τῇ χριστιανικ τῷ χριστιανικ
    αιτιατική τὸν χριστιανικόν τὴν χριστιανικήν τὸ χριστιανικόν
     κλητική ! χριστιανικέ χριστιανική χριστιανικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χριστιανικοί αἱ χριστιανικαί τὰ χριστιανικᾰ́
      γενική τῶν χριστιανικῶν τῶν χριστιανικῶν τῶν χριστιανικῶν
      δοτική τοῖς χριστιανικοῖς ταῖς χριστιανικαῖς τοῖς χριστιανικοῖς
    αιτιατική τοὺς χριστιανικούς τὰς χριστιανικᾱ́ς τὰ χριστιανικᾰ́
     κλητική ! χριστιανικοί χριστιανικαί χριστιανικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χριστιανικώ τὼ χριστιανικᾱ́ τὼ χριστιανικώ
      γεν-δοτ τοῖν χριστιανικοῖν τοῖν χριστιανικαῖν τοῖν χριστιανικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χριστιανικός < χριστιαν(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

χριστιανικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία