χρησικτησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρησικτησία < χρήσι(ς) + -κτησία, (μεταφραστικό δάνειο) υστερολατινική usucapio
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρησικτησία θηλυκό
- (νομικός όρος) τρόπος με τον οποίο αποκτά κάποιος αποκλειστικά δικαιώματα ελέγχου (κυριότητα) ενός πράγματος, με το να το χρησιμοποιεί για μακρό χρονικό διάστημα σαν να ήταν δικό του, χωρίς την ρητή άδεια ούτε την επέμβαση του νόμιμου ιδιοκτήτη