Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρειώ < χρέος ή χρεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρειώ-οῦς θηλυκό ( & χρεώ )

  1. έλλειψη, μεγάλη ανάγκη
  2. πόθος