Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρειάζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρειάζομαι < χρεί(α) + -άζομαι[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾiˈa.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρει‐ά‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

χρειάζομαι, αόρ.: χρειάστηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. (μεταβατικό) έχω ανάγκη (κάτι ή κάποιον)
    χρειάζομαι χρήματα
  2. είμαι αναγκαίος σε κάποιον ή κάτι
    χρειάζονται χρήματα γι' αυτή τη δουλειά
  3. (απρόσωπο ρήμα) → δείτε τη λέξη χρειάζεται είναι ανάγκη

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα