Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χούφτα οι χούφτες
      γενική της χούφτας των χουφτών
    αιτιατική τη χούφτα τις χούφτες
     κλητική χούφτα χούφτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χούφτα < φούχτα (με αντιμετάθεση συμφώνων)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxu.fta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χού‐φτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χούφτα θηλυκό

  1. το εσωτερικό της παλάμης
    έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του
  2. (κατ’ επέκταση) ποσότητα που χωρά στο εσωτερικό της παλάμης
    Έπιασε με το χέρι του μια χούφτα χαρτοπόλεμο και την πέταξε ψηλά.
  3. (μεταφορικά) μικρός αριθμός
    Μια χούφτα άνθρωποι όλοι κι όλοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή

Εκφράσεις επεξεργασία

  • σκορπάει τα λεφτά με τις χούφτες: Δηλώνει πληθώρα αγαθών, σπατάλη.
  • με τρώει η χούφτα μου: Είμαι έτοιμος για καβγά.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία