Δείτε επίσης: χόνδρος, χοντρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χονδρός η χονδρή το χονδρό
      γενική του χονδρού της χονδρής του χονδρού
    αιτιατική τον χονδρό τη χονδρή το χονδρό
     κλητική χονδρέ χονδρή χονδρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χονδροί οι χονδρές τα χονδρά
      γενική των χονδρών των χονδρών των χονδρών
    αιτιατική τους χονδρούς τις χονδρές τα χονδρά
     κλητική χονδροί χονδρές χονδρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χονδρός < αρχαία ελληνική χονδρός

  Επίθετο επεξεργασία

χονδρός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία