Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χλοοτάπητας οι χλοοτάπητες
      γενική του χλοοτάπητα των χλοοταπήτων
    αιτιατική τον χλοοτάπητα τους χλοοτάπητες
     κλητική χλοοτάπητα χλοοτάπητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλοοτάπητας < χλόη + τάπητας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χλοοτάπητας αρσενικό

  • γρασίδι που σπέρνεται ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, πχ γήπεδο ποδοσφαίρου

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • έτοιμος χλοοτάπητας: χλοοτάπητας που πουλιέται σε κομμάτια, για τη γρήγορη κάλυψη μιας επιφάνειας ή για την επισκευή κατεστραμμένων τμημάτων ενός υπάρχοντος χλοοτάπητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία