χλοοτάπητας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χλοοτάπητας αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- έτοιμος χλοοτάπητας: χλοοτάπητας που πουλιέται σε κομμάτια, για τη γρήγορη κάλυψη μιας επιφάνειας ή για την επισκευή κατεστραμμένων τμημάτων ενός υπάρχοντος χλοοτάπητα