Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιούμορ < αγγλική humour < παλαιά γαλλικά humor < λατινική humor / umor (υγρασία/ σωματικό υγρό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wegw- («υγρός»). Διαφορετικού ετύμου η αρχαία λέξη χυμός [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈçu.moɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιούμορ ουδέτερο άκλιτο

  1. εύθυμη αντιμετώπιση μιας κατάστασης μαζί με ειρωνεία και ενδεχομένως σάτιρα
  2. αστεϊσμός

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)