Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιλιάδα οι χιλιάδες
      γενική της χιλιάδας των χιλιάδων
    αιτιατική τη χιλιάδα τις χιλιάδες
     κλητική χιλιάδα χιλιάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιάδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χιλιάς από την αιτιατική χιλιάδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çiˈʎa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐λιά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιλιάδα θηλυκό

  • χίλιες μονάδες του ίδιου είδους: π.χ. μία χιλιάδα δραχμών, μία χιλιάδα στρατιωτών

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

χιλιάδα θηλυκό