χηνοβοσκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χηνοβοσκός < ελληνιστική κοινή χηνοβοσκός < χήν(α) + -ο- + βοσκός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χηνοβοσκός αρσενικό
- αυτός που βόσκει χήνες
- ο χηνοτρόφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χηνοβοσκός