Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χημική ένωση οι χημικές ενώσεις
      γενική της χημικής ένωσης των χημικών ενώσεων
    αιτιατική τη χημική ένωση τις χημικές ενώσεις
     κλητική χημική ένωση χημικές ενώσεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χημική ένωση < χημική (θηλυκό του χημικός) & ένωση

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

χημική ένωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία