Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροτονέω < χείρ και τείνω

  Ρήμα επεξεργασία

χειροτονέω-χειροτονῶ
  1. εκτείνω το χέρι για να ψηφίσω
  2. παθητικό: εκλέγομαι, αποφασίζομαι με χειροτονία


Συγγενικά επεξεργασία