Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειροκροτώ < χειρο- + κροτώ (μαρτυρείται από το 1856)

  Ρήμα επεξεργασία

χειροκροτώ

  1. χτυπώ τις παλάμες των χεριών μου μεταξύ τους και προκαλώ θόρυβο με σκοπό να εκφράσω αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
    οι θεατές χειροκρότησαν θερμά τους ηθοποιούς
  2. (συνεκδοχικά) εκδηλώνω αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία