Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειλικός η χειλική το χειλικό
      γενική του χειλικού της χειλικής του χειλικού
    αιτιατική τον χειλικό τη χειλική το χειλικό
     κλητική χειλικέ χειλική χειλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειλικοί οι χειλικές τα χειλικά
      γενική των χειλικών των χειλικών των χειλικών
    αιτιατική τους χειλικούς τις χειλικές τα χειλικά
     κλητική χειλικοί χειλικές χειλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειλικός < χείλος + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική labial)

  Επίθετο επεξεργασία

χειλικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τα χείλια
  2. (γλωσσολογία) που παράγεται από το πέρασμα του αέρα ανάμεσα στα χείλια
     συνώνυμα: χειλεόφωνος, χειλόφωνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία