χαϊμαλί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
γενική | του | χαϊμαλιού | των | χαϊμαλιών |
αιτιατική | το | χαϊμαλί | τα | χαϊμαλιά |
κλητική | χαϊμαλί | χαϊμαλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαϊμαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamaylı < αραβική حمائل (hamail)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαϊμαλί ουδέτερο
- φυλαχτό (που συνήθως το κρεμάμε στο λαιμό)
- (συνήθως στον πληθυντικό και με ειρωνική διάθεση: χαϊμαλιά) φανταχτερό στολίδι ή κόσμημα άκομψο και αταίριαστο που κρεμιέται από τον λαιμό