Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαϊμαλί τα χαϊμαλιά
      γενική του χαϊμαλιού των χαϊμαλιών
    αιτιατική το χαϊμαλί τα χαϊμαλιά
     κλητική χαϊμαλί χαϊμαλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαϊμαλί < (άμεσο δάνειο) τουρκική hamaylı < αραβική حمائل (hamail)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαϊμαλί ουδέτερο

(λαϊκότροπο)
  1. φυλαχτό (που συνήθως το κρεμάμε στο λαιμό)
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη φυλαχτό
  2. (συνήθως στον πληθυντικό και με ειρωνική διάθεση: χαϊμαλιά) φανταχτερό στολίδι ή κόσμημα άκομψο και αταίριαστο που κρεμιέται από τον λαιμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία