χαρτωσιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτωσιά | οι | χαρτωσιές |
γενική | της | χαρτωσιάς | των | χαρτωσιών |
αιτιατική | τη | χαρτωσιά | τις | χαρτωσιές |
κλητική | χαρτωσιά | χαρτωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐τω‐σιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρτωσιά θηλυκό
- (χαρτοπαίγνιο, λαϊκότροπο) στα παιχνίδια με τραπουλόχαρτα, τα φύλλα μιας συγκεκριμένης μοιρασιάς που κερδίζει ένας παίκτης
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν πιάνω χαρτωσιά μπροστά σε κάποιον (είμαι υποδεέστερος) [3]
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χαρτωσιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «χαρτί» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «χαρτωσιά» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)