Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοπόλεμος οι χαρτοπόλεμοι
      γενική του χαρτοπόλεμου των χαρτοπόλεμων
    αιτιατική τον χαρτοπόλεμο τους χαρτοπόλεμους
     κλητική χαρτοπόλεμε χαρτοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χαρτοπόλεμος

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοπόλεμος (μαρτυρείται από το 1893)[1] < χαρτο- + -πόλεμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Ρapierkrieg [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοπόλεμος αρσενικό

  1. παιχνίδι κυρίως στις Αποκριές, με το πέταμα μικρών χρωματιστών χαρτιών (κονφετί)
  2. το ίδιο το κονφετί, τα μικρά χρωματιστά χαρτιά
  3. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας, όπου ο πολίτης παγιδεύεται σε μια σωρεία εγγράφων που απαιτείται να συγκεντρώσει για μια απλή ενέργεια.
  4. ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ δύο δημοσίων υπηρεσιών που προσπαθούν να απαλλαγούν από μια διαδικασία μεταθέτοντάς την η μία στην άλλη ή που προσπαθούν να μεταθέσουν ευθύνη ή απλά για να χρονοτριβήσουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. χαρτοπόλεμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας