Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοκόπτης οι χαρτοκόπτες
      γενική του χαρτοκόπτη των χαρτοκοπτών
    αιτιατική τον χαρτοκόπτη τους χαρτοκόπτες
     κλητική χαρτοκόπτη χαρτοκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοκόπτης < χαρτο- + κόπτης (< κόπτω) (μαρτυρείται από το 1898)[1]
 
λευκός χαρτοκόπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοκόπτης αρσενικό

  • αξεσουάρ γραφικής ύλης για να κόβονται (κυρίως παλιότερα) οι σελίδες των καινούργιων βιβλίων, όργανο σαν μαχαιράκι που όμως η κόψη του δεν είναι τόσο κοφτερή ώστε να τραυματίζει

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 1103, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου