Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτζιλίκι τα χαρτζιλίκια
      γενική του χαρτζιλικιού των χαρτζιλικιών
    αιτιατική το χαρτζιλίκι τα χαρτζιλίκια
     κλητική χαρτζιλίκι χαρτζιλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτζιλίκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خرجلق (harçlık) + (τουρκική harçlık) < αραβική خرج (kharj, δαπάνη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaɾ.d͡z iˈli.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρ‐τζι‐λί‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτζιλίκι ουδέτερο

  • μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους ή που απαιτείται για τα καθημερινά μικροέξοδα κάποιου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία