Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαριεντίζομαι < αρχαία ελληνική χαριεντίζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

χαριεντίζομαι

  • κάνω αστειάκια με παιχνιδιάρικη διάθεση, συνήθως με σκοπό να προκαλέσω το ερωτικό ενδιαφέρον του συνομιλητή μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαριεντίζομαι < χαρίεις < χάρις

  Ρήμα επεξεργασία

χαριεντίζομαι

  1. κάνω αστεία με χάρη