Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαντάκι τα χαντάκια
      γενική του χαντακιού των χαντακιών
    αιτιατική το χαντάκι τα χαντάκια
     κλητική χαντάκι χαντάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαντάκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαντάκιον (και τύπος χανδάκιον) < αραβική خَنْدَق (khandaq, τάφρος) (απ' όπου > Χάνδαξ > ο Χάνδακας)[1][2] < μέση περσική *handag. Δείτε και 'καθαρεύουσα: χάνδαξ[3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xanˈda.ci/ & /xaˈda.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ντά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαντάκι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. χαντάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. «χάνδαξ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .