χαμπάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμπάρι | τα | χαμπάρια |
γενική | του | χαμπαριού | των | χαμπαριών |
αιτιατική | το | χαμπάρι | τα | χαμπάρια |
κλητική | χαμπάρι | χαμπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμπάρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική خبر (τουρκική haber) < αραβική خبر (xábar, γνωρίζω καλά, γνώση, είδηση) < ρίζα خ ب ر (ḵ-b-r)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈba.ri/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μπά‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμπάρι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν παίρνω χαμπάρι, δεν πήρα χαμπάρι!: δεν κατάλαβα!
- τι χαμπάρια; τι νέα;