Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμένος η χαμένη το χαμένο
      γενική του χαμένου της χαμένης του χαμένου
    αιτιατική τον χαμένο τη χαμένη το χαμένο
     κλητική χαμένε χαμένη χαμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμένοι οι χαμένες τα χαμένα
      γενική των χαμένων των χαμένων των χαμένων
    αιτιατική τους χαμένους τις χαμένες τα χαμένα
     κλητική χαμένοι χαμένες χαμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμένος, μετοχή παρακειμένου του χάνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

χαμένος, -η, -ο

  1. (συνήθως έναρθρο) που έχει χάσει, που έχει ηττηθεί
     αντώνυμα: κερδισμένος
    στο τέλος θα δούμε ποιος θα είναι ο χαμένος και ποιος ο κερδισμένος
  2. που απειλείται με θάνατο ή σοβαρή βλάβη
    αν μαθευτούν οι παρανομίες του, είναι χαμένος
  3. που έχει χαθεί, που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται και δεν μπορούμε να τον βρούμε
  4. που έχει χαθεί, που δεν μπορεί να βρει το δρόμο του
  5. (μεταφορικά) που δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο
    είναι χαμένος στις σκέψεις του
    (ειρωνικά) είναι χαμένος στο διάστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία