χαβανέζικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χαβανέζικα | ||
γενική | των | χαβανέζικων | ||
αιτιατική | τα | χαβανέζικα | ||
κλητική | χαβανέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαβανέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό