Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάδι τα χάδια
      γενική του χαδιού των χαδιών
    αιτιατική το χάδι τα χάδια
     κλητική χάδι χάδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάδι < μεσαιωνική ελληνική χάδι < χάιδι με αποβολή του ημιφώνου[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxa.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐δι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάδι ουδέτερο

  1. απαλή κίνηση του χεριού πάνω στο σώμα άλλου προσώπου, σε ένδειξη αγάπης ή τρυφερότητας
    θα 'θελα να σε χορτάσω όλο χάδια και φιλιά (Μ. Βαμβακάρης)
  2. (μεταφορικά) απαλή αίσθηση αφής
    βγαίνοντας έξω ένιωσε το χάδι του ανέμου

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία