Δείτε επίσης: φ, Φ.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  • Από το αρχικό της λέξης : φύλλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi.lo/

  Συντομομορφή επεξεργασία

φ. συντομογραφία

  1. (βιβλιογραφική παραπομπή) φύλλο (εννοείται χειρογράφου). Ακολουθεί ο αριθμός του φύλλου.
  2. (βιβλιογραφική παραπομπή) φύλλο (εννοείται εφημερίδας). Ακολουθεί ο αριθμός ή η ημερομηνία του φύλλου.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία