Δείτε επίσης: φουσκί

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύσκη < φυσάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύσκη, -ης θηλυκό (δωρικός τύπος : φύσκα)

  1. το παχύ έντερο
  2. (ειδικότερα) το παραγεμισμένο παχύ έντερο
  3. χοιρινό λουκάνικο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 364
    ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
    Κι εγώ θα σου ταρακουνήσω τον κώλο σα φούσκα.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. στομάχι
  5. φλύκταινα, φουσκάλα
  6. (για φυτά) κηκίδα, όζος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία