Δείτε επίσης: Φύλαξ, φλύαξ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύλαξ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύλαξ αρσενικό ή και θηλυκό σε μεταφορικές σημασίες

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκ-
ονομαστική / φύλαξ οἱ/αἱ φύλακες
      γενική τοῦ/τῆς φύλακος τῶν φυλάκων
      δοτική τῷ/τῇ φύλακ τοῖς/ταῖς φύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φύλακ τοὺς/τὰς φύλακᾰς
     κλητική ! φύλαξ φύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύλακε
γεν-δοτ τοῖν  φυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύλαξ < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν προελληνικής αρχής.[1] Ήδη μυκηναϊκή 𐀢𐀨𐀒 (pu-ra-ko), ημιτελές κύριο όνομα *Φυλακο-. Η κατάληξη -αξ δεν έχει εξηγηθεί. Δεν τεκμηριώνονται προτάσεις όπως σύνδεση με: πύλη, φωλεός, πυνθάνομαι ούτε με τη λατινική bubulcus (βουκόλος).[2] Από εδώ, και το ρήμα φυλάσσω < *φυλακ-jω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φύλαξ αρσενικό ή θηλυκό & μεταγενέστρα θηλυκά φυλακίς, φυλάκισσα

  1. (επάγγελμα) φρουρός
  2. φύλακας, που προστατεύει

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φυλακ-, φυλαξ-, φυλαγ-, φυλασσ- 

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. φύλακας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία