φωτογραφική μηχανή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωτογραφική μηχανή < φωτογραφικός και μηχανή
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
φωτογραφική μηχανή θηλυκό
- μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής φωτογραφιών (σε φιλμ ή ψηφιακά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωτογραφική μηχανή