Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτισμένος η φωτισμένη το φωτισμένο
      γενική του φωτισμένου της φωτισμένης του φωτισμένου
    αιτιατική τον φωτισμένο τη φωτισμένη το φωτισμένο
     κλητική φωτισμένε φωτισμένη φωτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτισμένοι οι φωτισμένες τα φωτισμένα
      γενική των φωτισμένων των φωτισμένων των φωτισμένων
    αιτιατική τους φωτισμένους τις φωτισμένες τα φωτισμένα
     κλητική φωτισμένοι φωτισμένες φωτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φωτίζω

  Μετοχή επεξεργασία

φωτισμένος, -η, -ο

  1. που έχει φωτιστεί, γεμάτος φως
    Τ' άστρα έφεγγαν καθαρά κι ολόχρυσα στο φθινοπωριάτικο ουρανό, αλλά τα παράθυρα του παλατιού ήταν τόσο φωτισμένα, που έξω η αφέγγαρη νύχτα φαίνουνταν πιο σκοτεινή. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
  2. που έχει δεχτεί το πνευματικό φως της γνώσης
    ※  Ο πατέρας τους, ο παππούς μου, παρά τη λιγοστή του μόρφωση, αποδείχθηκε εδώ φωτισμένος άνθρωπος. (Απόστολος Δοξιάδης (1992) Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία