Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωνέω < φωνή

  Ρήμα επεξεργασία

φωνέω

  1. αρθρώνω, συλλαβίζω, ξεστομίζω
  2. φωνάζω
  3. για ζωά: κράζω, βρυχώμαι