Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτρώνω < φύτρα

  Ρήμα επεξεργασία

φυτρώνω

  1. (για σπόρο φυτού) βγάζω ρίζες και αρχίζω να αναπτύσσομαι και να μεγαλώνω ως οργανισμός
  2. (για φυτό) εμφανίζομαι (μέσα) από το έδαφος και αρχίζω να μεγαλώνω
  3. (μεταφορικά, για άνθρωπο) εμφανίζομαι, πετάγομαι, αναμιγνύομαι απρόσμενα
    Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία