Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλάκιση οι φυλακίσεις
      γενική της φυλάκισης* των φυλακίσεων
    αιτιατική τη φυλάκιση τις φυλακίσεις
     κλητική φυλάκιση φυλακίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυλακίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλάκιση < φυλακίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλάκιση θηλυκό

ο Ταξίαρχος μου έδωσε είκοσι μέρες φυλάκιση γιατί αντί να τον χαιρετήσω του είπα καλημέρα

Συγγενικά επεξεργασία


Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία