Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτυάρι τα φτυάρια
      γενική του φτυαριού των φτυαριών
    αιτιατική το φτυάρι τα φτυάρια
     κλητική φτυάρι φτυάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτυάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτυάρι (με συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας και ανομοίωση τρόπου αρθρώσεως [pt > ft]) < ελληνιστική κοινή πτυάριον, υποκοριστικό του πτύον[1][2]
 
Τρία φτυάρια.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτυάρι ουδέτερο

  1. (εργαλείο) με μακριά λαβή και πλατύ μεταλλικό έλασμα για τη μεταφορά χώματος, χαλικιών, λάσπης κ.λπ. ή για σκάψιμο σε μαλακό έδαφος
  2. (εργαλείο) μακρύ ξύλινο αντικείμενο με πλατιά άκρη για το φούρνισμα του ψωμιού
  3. (μεταφορικά, προφορικό) κουτσομπολιό, θάψιμο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φτυάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φτυάρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία

  • φτυάριΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)