Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτιάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φτιάχνω

  Ρήμα επεξεργασία

φτιάχνομαι , πρτ.: φτιαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα φτιαχτώ, αόρ.: φτιάχτηκα, μτχ.π.π.: φτιαγμένος

  1. κατασκευάζομαι, γίνομαι με ορισμένα υλικά
  2. επιδιορθώνομαι
  3. καλλωπίζομαι
  4. έρχομαι σε κατάσταση ευφορίας είτε επειδή άκουσα κάτι ευχάριστα είτε με λήψη ναρκωτικών
  5. (μεταφορικά) (ειρωνικό) έρχομαι σε κατάσταση εκνευρισμού
    μη μου λέτε τέτοια γιατί φτιάχνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία