Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτερωτός η φτερωτή το φτερωτό
      γενική του φτερωτού της φτερωτής του φτερωτού
    αιτιατική τον φτερωτό τη φτερωτή το φτερωτό
     κλητική φτερωτέ φτερωτή φτερωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτερωτοί οι φτερωτές τα φτερωτά
      γενική των φτερωτών των φτερωτών των φτερωτών
    αιτιατική τους φτερωτούς τις φτερωτές τα φτερωτά
     κλητική φτερωτοί φτερωτές φτερωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτερωτός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτερωτός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [fr].[1] Μορφολογικά αναλύετεται σε φτερ(ό) + -ωτός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fteˈɾo/ & /tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτε‐ρω‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

φτερωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία