Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φταρνίζομαι < ελληνιστική κοινή πτέρνομαι < αρχαία ελληνική πτάρνῠμαι < πταίρω

  Ρήμα επεξεργασία

φταρνίζομαι

  • παρουσιάζω απότομη, βίαιη και ηχηρή εκβολή αέρα, από αντανακλαστική αντίδραση του ανώτερου αναπνευστικού σε κάποιο ερέθισμα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία