Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτάρνισμα τα φταρνίσματα
      γενική του φταρνίσματος των φταρνισμάτων
    αιτιατική το φτάρνισμα τα φταρνίσματα
     κλητική φτάρνισμα φταρνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτάρνισμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτάρνισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του φταρνίζομαι, αντανακλαστική λειτουργία του ανώτερου αναπνευστιού συστήματος που κατόπιν ερεθίσματος προκαλεί μυικό σπασμό για έξοδο αέρος ή ουσιών από το όλο σύστημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία