Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρόνιμος η φρόνιμη το φρόνιμο
      γενική του φρόνιμου της φρόνιμης του φρόνιμου
    αιτιατική τον φρόνιμο τη φρόνιμη το φρόνιμο
     κλητική φρόνιμε φρόνιμη φρόνιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρόνιμοι οι φρόνιμες τα φρόνιμα
      γενική των φρόνιμων των φρόνιμων των φρόνιμων
    αιτιατική τους φρόνιμους τις φρόνιμες τα φρόνιμα
     κλητική φρόνιμοι φρόνιμες φρόνιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρόνιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρόνιμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾo.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρό‐νι‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

φρόνιμος, -η, -ο

  1. που έχει λογική σκέψη, που ενεργεί με σύνεση
     συνώνυμα: γνωστικός, λογικός, μυαλωμένος, συνετός
     αντώνυμα: άμυαλος, ασυλλόγιστος, ασύνετος
  2. που χαρακτηρίζεται από σύνεση και περίσκεψη
  3. που υιοθετεί τις ηθικές αρχές και τα ηθικά πρότυπα της κοινωνίας στην οποία ζει
     συνώνυμα: ενάρετος, ηθικός
  4. ο υπάκουος, ο πειθαρχημένος
     αντώνυμα: άτακτος

Παροιμίες επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φρόνιμος φρονίμη τὸ φρόνιμον
      γενική τοῦ/τῆς φρονίμου τῆς φρονίμης τοῦ φρονίμου
      δοτική τῷ/τῇ φρονίμ τῇ φρονίμ τῷ φρονίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν φρόνιμον τὴν φρονίμην τὸ φρόνιμον
     κλητική ! φρόνιμε φρονίμη φρόνιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φρόνιμοι αἱ φρόνιμαι τὰ φρόνιμ
      γενική τῶν φρονίμων τῶν φρονίμων τῶν φρονίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς φρονίμοις ταῖς φρονίμαις τοῖς φρονίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φρονίμους τὰς φρονίμᾱς τὰ φρόνιμ
     κλητική ! φρόνιμοι φρόνιμαι φρόνιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρονίμω τὼ φρονίμ τὼ φρονίμω
      γεν-δοτ τοῖν φρονίμοιν τοῖν φρονίμαιν τοῖν φρονίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -η, μεταγενέστερος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρόνιμος < φρον- (< φρεν-, μεταπτωτική βαθμίδα σε θέμα όπως στο φρήν) + -ιμος [1]

  Επίθετο επεξεργασία

φρόνιμος, -ος, -ον, και μεταγενέστρο -ος, -η, -ον

  1. ο λογικός, ο συνετός
    ※  ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη φρήν

  Πηγές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.