Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρυγικός η φρυγική το φρυγικό
      γενική του φρυγικού της φρυγικής του φρυγικού
    αιτιατική τον φρυγικό τη φρυγική το φρυγικό
     κλητική φρυγικέ φρυγική φρυγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρυγικοί οι φρυγικές τα φρυγικά
      γενική των φρυγικών των φρυγικών των φρυγικών
    αιτιατική τους φρυγικούς τις φρυγικές τα φρυγικά
     κλητική φρυγικοί φρυγικές φρυγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρυγικός < αρχαία ελληνική φρύγιος και Φρύγιος < Φρύγες < Φρυγία

  Επίθετο επεξεργασία

φρυγικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία