Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρούριον τὰ φρούρι
      γενική τοῦ φρουρίου τῶν φρουρίων
      δοτική τῷ φρουρί τοῖς φρουρίοις
    αιτιατική τὸ φρούριον τὰ φρούρι
     κλητική ! φρούριον φρούρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρουρίω
γεν-δοτ τοῖν  φρουρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρούριον < φρουρ(ός) + -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρούριον, -ου ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία