φρούριον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φρούριον | τὰ | φρούριᾰ |
γενική | τοῦ | φρουρίου | τῶν | φρουρίων |
δοτική | τῷ | φρουρίῳ | τοῖς | φρουρίοις |
αιτιατική | τὸ | φρούριον | τὰ | φρούριᾰ |
κλητική ὦ! | φρούριον | φρούριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρουρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φρουρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φρούριον, -ου ουδέτερο
- φρούριο, κάστρο, οχυρό
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 919 (917-919)
- οὐδ’ ἀτιμάσω πόλιν, / τὰν καὶ Ζεὺς ὁ παγκρατὴς Ἄρης τε / φρούριον θεῶν νέμει
- ※ 6ος/5ος↑ αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 919 (917-919)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- Καινὸν φρούριον (τοπωνύμιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φρουρός
Πηγές επεξεργασία
- φρούριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρούριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.