φρουρέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φρουρέω < φρουρός + jω
Ρήμα επεξεργασία
φρουρέω-φρουρῶ
Κλίση επεξεργασία
- φρουρέω, ἐφρούρουν, φρουρήσω, ἐφρούρησα,
- φρουροῦμαι, ἐφρουρούμην, φρουρήσομαι, ἐφρουρήθην, πεφρούρημαι
Σύνθετα επεξεργασία
- ἐμφρουρέω-ῶ (φρουρώ σε ένα συγκεκριμένο τόπο)
- περιφρουρέω-ῶ
Συνώνυμα επεξεργασία
- φυλάττω
- φυλακάς φυλάττω
- φυλακάς καθίσταμαι
- ἔμφρουρός εἰμι