Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φροντιστήριο τα φροντιστήρια
      γενική του φροντιστήριου
φροντιστηρίου
των φροντιστήριων
φροντιστηρίων
    αιτιατική το φροντιστήριο τα φροντιστήρια
     κλητική φροντιστήριο φροντιστήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φροντιστήριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φροντιστήρι(ον) + -ο (< φροντίζω, φροντισ- -τήριο), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tutorial

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾon.diˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρο‐ντι‐στή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φροντιστήριο ουδέτερο

  1. (εκπαίδευση)
    1. ο χώρος και η επιχείρηση στον οποίο γίνονται ειδικά ενισχυτικά μαθήματα σε ομάδες μαθητών ή σπουδαστών
      φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης, φροντιστήριο ξένων γλωσσών
      Δεν μπορώ να έρθω πριν από τις 7 γιατί 5 με 6.30 έχω φροντιστήριο.
    2. πανεπιστημιακό ειδικό συμπληρωματικό μάθημα με ασκήσεις, εφαρμογές
    3. επιπλέον διδακτικές ώρες μαθημάτων/συμπληρωματική διδασκαλία (συνήθως επί πληρωμή) για την ενίσχυση ή προετοιμασία μαθητών/σπουδαστών σε διάφορους τομείς
      → δείτε τη λέξη ιδιαίτερο για μάθημα κατά άτομο σε σπίτι
    4. (παρωχημένο) ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα του παροικιακού κυρίως ελληνισμού
      το Ελληνικόν Φροντιστήριον της Τραπεζούντας και της Ελληνικόν 'Φροντιστήριον της Χερσώνας
  2. (μεταφορικά) προφορικές συμβουλές, συνήθως ενοχλητικές
    Μη μου κάνεις εμένα φροντιστήριο! Ξέρω πώς να φερθώ.
     συνώνυμα: δασκάλεμα
  3. χώρος φύλαξης ή αποθήκευσης, το γραφείο του φροντιστή (κύριως στο θέατρο, επίσης στο στρατό)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία