Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρενώλης < φρήν + ὄλλυμι

  Επίθετο επεξεργασία

φρενώλης,-ής, ές

  • που έχει χάσει το μυαλό του, παράφρων