φραντζόλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φραντζόλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική francala < γαλλική France < παλαιά γαλλικά France < λατινική Francia < Francus < φραγκικά *Franko < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- (στύλος, κοτσάνι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾanˈd͡zo.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φραν‐τζό‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
φραντζόλα θηλυκό
- ψωμί σε μακρόστενο σχήμα, σε αντίθεση με το καρβέλι
- ※ Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι ὁ φοῦρνος. Κάθε τόσο μπαινοβγαίνει κάποιος μὲ μιὰ κουλούρα περασμένη στὸ μπράτσο ἢ μιὰ φραντζόλα κάτω ἀπὸ τὴ μασκάλη. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Συνοικία, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 259 (1 Οκτωβρίου 1937), τόμ. 22, σελ. 1447)