Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρέσκος η φρέσκη
φρέσκια
το φρέσκο
      γενική του φρέσκου της φρέσκης
φρέσκιας
του φρέσκου
    αιτιατική τον φρέσκο τη φρέσκη
φρέσκια
το φρέσκο
     κλητική φρέσκε φρέσκη
φρέσκια
φρέσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρέσκοι οι φρέσκες τα φρέσκα
      γενική των φρέσκων των φρέσκων των φρέσκων
    αιτιατική τους φρέσκους τις φρέσκες τα φρέσκα
     κλητική φρέσκοι φρέσκες φρέσκα
Θηλυκό, κυρίως ο τύπος φρέσκια.
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρέσκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾe.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρέ‐σκος

  Επίθετο επεξεργασία

φρέσκος, -η/-ια, -ο [1][2]

  1. (για τρόφιμα) που δεν έχει υποστεί έντονη επεξεργασία και δεν έχει διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συνθήκες συντήρησης, εννοείται χωρίς να έχει αλλοιωθεί η σύστασή του ή η υγιεινή του κατάσταση
    φρέσκο τυρί, γάλα, γιαούρτι, αβγό
     συνώνυμα: νωπός
  2. (για τρόφιμα) σύμφωνα με διάφορες τροπολογίες ευνοϊκές για τη βιομηχανία τροφίμου φρέσκα χαρακτηρίζονται και προϊόντα που συντηρούνται με διάφορα μέσα χωρίς να είναι κυριολεκτικά φρέσκα
  3. καινούριος ή πρωτότυπος
    Οι εκδότες θέλουν φρέσκιες ιδέες.
  4. αναζωογονητικός, καθαρός, δροσερός
    Ήρθε για πρόσληψη μια συμπαθέστατη φρέσκια κοπελίτσα, όλο κέφι για δουλειά, αλλά είχαμε άλλες 50 υποψήφιες...
  5. αναζωογονημένος
    Ήρθε φρέσκος φρέσκος και με ζάλισε με ιδέες και σχέδια.

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φρέσκος, -η/-ια, -ο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φρέσκος, -ια, -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)